Κυριακή 26 Απριλίου 2015

στο λεωφορειάκι της Ryanair

(χαρισμένη)


Μπλε καθισματάκια, ένα σώμα, βιδωμένο στο πάτωμα, πρακτορείο κτελ αίσθηση, στη μέση τεράστιου αεροδρομίου, αναμονή και εκείνοι τρεις στη σειρά καθισμένοι, οικογένεια που δε φαίνεται να έχουν αφήσει κάποιον άλλο κάπου αλλού, μπαμπάς, μαμά, παιδί, χαμόγελα, ευτυχία, σαν να τελειώνει παραμύθι. Μου φαίνονται λίγο Ισπανοί, λίγο Ιταλοί, καθόλου Άγγλοι, ίσως Έλληνες, σαν να ξεκινάει ανέκδοτο. Οριακά στα δεκαεννιά του, αν τον ρωτήσεις είκοσι θα σου πει, ενώ για με κερδισμένο χρόνο τον βλέπω, οριακά δεκαοκτώ. Σηκώνεται και ξεκάθαρα θα βάλει πλώρη για κάποιο duty free. Σώμα που λέει έχω λεφτά και χώνει χέρι στην κωλότσεπη να βγάλει πορτοφόλι. Όρθιος μπροστά απ’ τον πατέρα του, δείχνει, κοίτα τις θήκες, έχω. Μαμά στόμα κλειστό, φωνάζει δώσε κι άλλα στο παιδί. Χαμόγελο πατέρας, βλέμμα ξέρω πως έχεις, εκείνα που σου έδωσα εγώ να βάλεις για να έχεις, και ανασηκώνεται και βγάζει το δικό του πορτοφόλι και δίνει κι άλλα. Μουγγοί να ήταν, όλα, στο Έλληνες θα στοιχημάτιζες. 
*
Είναι κάπου στα πενήντα, αδύνατη και όμορφη, ενοχλητικά αμίλητη, ακόμα και τις φορές που δεν χρειάζεται άνθρωπος να μιλάει. Είναι στην ηλικία αυτή που ξέρεις πως φοράς μαύρο εσώρουχο μέσα από άσπρη μπλούζα. Προέκταση της σκέψης της το iphone και όλο γράφει. Το κρύβει ανάμεσα στα πόδια της. Σε λιγότερα απ’ τα μισά του λεπτού, το έχει απελευθερώσει απ’ τα πόδια της, έχει ανοίξει τη θήκη, πρώτη σελίδα βιβλίου στο πλάι, έχει διαβάσει δυο γραμμές, έχει απαντήσει μιάμιση. Ξανά το ίδιο και το ίδιο και έχουμε πάρει ήδη θέση για την απογείωση, τουλάχιστον πέντε λεπτά πιο πριν. Το ‘χω οριακά να την προσβάλω μα κάνω κάτι χειρότερο, γυρνάω να διαβάσω. ‘I am sad. So sad’. Πράσινα συννεφάκια στα αγγλικά, μπλε στα γαλλικά. Πιλότος ενημερώνει πλήρωμα και αυτή εκεί. Δεν ξέρω πως δουλεύει όλο αυτό, μα είμαι σίγουρη θα μπερδευτούν τα μηχανάκια, τα συστήματα και θα βρεθούμε κάπου αντίθετα από τον αέρα. ”I love you so much”, γράφουν τα πράσινα κι απάντηση έρχεται μια χάλια φουσκωμένη γραμματοσειρά, η λέξη αγκαλιά στα γαλλικά και αναβοσβήνει ρυθμικά. ”my heart aches for you” και σκέφτομαι αν είναι για να πέσουμε, ας είναι για έναν έρωτα, μπορεί και να αξίζει. Τουλάχιστον αυτή του έφευγε, δεν είναι ότι την περιμένει.
*
Δίπλα μου η Analia κατεβάζει το τρίτο ποτήρι από το μπουκάλι που άνοιξα και αποφάσισα να μοιραστώ μαζί της. Κάπου στα κάμποσες χιλιάδες πόδια, αναρωτιέται πως θα 'ναι η Αθήνα. Της μιλάω για ένα βιβλίο του Καμύ και πόσο θέλω να πάω Αργεντινή. Μου μιλάει για το φίλο της που την κεράτωσε τουλάχιστον πέντε φορές και έφυγε με υποτροφία στην Αγγλία μπας και γλιτώσει απ’ αυτόν. Νόμιζε δώδεκα μήνες θα ‘ναι αρκετοί για να ξεχάσει. Της μένει ένας, και τα θυμάται όλα αναλυτικά, μπορεί ακόμα και καλύτερα. Της λέω να του πει πως θα ΄νιωθε αυτός στη θέση της. Έχει ένα όπλο, λέει, θα την σκοτώσει, λέει. Και τον πιστεύει. Και τον πιστεύω και εγώ, της λέω. Να έρθεις, θα σε περιμένω, μου λέει. Θα πάω για να μη με περιμένει και δεν πηγαίνω.